- πενθέριος
- πενθέρ-ιος, α, ον,A of or for a πενθερός, Arat.252.II πενθέριον : τὴν προῖκα Θάσιοι, Hsch., cf. BCH50.227(Thasos, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθέριος — ία, ον, Α [πενθερός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πενθερό ή στην πενθερά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθέριον (κατά τον Ησύχ.) (στους Θασίους) «τὴν προῑκαν» … Dictionary of Greek
πενθέριον — πενθέριος of masc acc sg πενθέριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθερίοιο — πενθέριος of masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθερίου — πενθέριος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)